- υπερακουσία
- και παλ. τ. υπεράκουση, η, Νιατρ. ακουστική υπεραισθησία εξαιτίας τής οποίας η αντίληψη τών οξέων τόνων συνοδεύεται από επώδυνο αίσθημα, οπότε υπάρχει η λεγόμενη επώδυνη υπερακουσία, ή από υποκειμενική αύξηση τής έντασης τών ακουόμενων ήχων χωρίς να έχει αυξηθεί η ακουστική οξύτητα.
Dictionary of Greek. 2013.